- μαντζουριανός
- -ή, -ό [Μαντζουρία]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μαντζουρία ή προέρχεται από τη Μαντζουρία2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Μαντζουριανός, η Μαντζουριανήο κάτοικος τής Μαντζουρίας ή αυτός που κατάγεται από τη Μαντζουρία.
Dictionary of Greek. 2013.